- πολυβλέπων
- -οντος, ὁ, Α1. αυτός που βλέπει πολύ2. (κατ' ευφ.) τυφλός («καθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῡσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)5. πολύβλεπτος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βλέπων, μτχ. τού βλέπω (πρβλ. κατω-βλέπων)].
Dictionary of Greek. 2013.